ουρά
noun
/uˈɾa/
|
- λεπτή προέκταση προς τα πίσω αρκετών ζώων ιδίως ερπετών και ψαριών
|
tail
|
- σειρά από πράγματα ή πρόσωπα που περιμένουν
|
line,
queue
|
- (πληροφορική) βασική δομή δεδομένων, όπου η παλαιότερη εισερχόμενη (first in) οντότητα (στοιχείο/δεδομένο), αφαιρείται πρώτη (first out)
|
queue
|