🇬🇷 el en 🇬🇧

ουσιαστικά adverb

  • εκ των πραγμάτων, πράγματι, ουσιαστικά, κατ' ουσίαν, κατ’ ουσίαν, στην πράξη
essentially, in effect
  • θεμελιωδώς, εγγενώς
fundamentally
Wiktionary Links