🇬🇷 el en 🇬🇧

πάθος noun

  • πολύ ισχυρό συναίσθημα που υπερισχύει της λογικής
  • μεγάλη αγάπη και ενθουσιασμός για κάτι, ολοκληρωτική αφοσίωση, μεγάλη ενεργητικότητα και αποφασιστικότητα για την επίτευξη κάποιου στόχου
  • το αντικείμενο του πάθους
passion
Wiktionary Links