🇬🇷 el en 🇬🇧

πάνω adverb

  /ˈpa.no/
  • (με άρθρο, σε επιθετική λειτουργία) που βρίσκεται σε ψηλότερο σημείο
above, over, top, up, upper, upstairs
  • εχθρική διάθεση, εναντίωση
at, on
  • Το γραφείο του βρίσκεται ένα όροφο από πάνω από το δικό μου.
get, just, keep it up, on the mend, on top, on top of
  • και από πάνω
just
  • αναφορικά, σχετικά με, σε σχέση με κάτι
  • κατοχή αντικειμένου ή μέσων, μαζί με κάποιον, δίπλα σε κάποιον
on
  • (χρονικό) στην πιο κατάλληλη στιγμή
on time
  • (τοπικό) στην επιφάνεια ενός πράγματος
on, over, upon
Wiktionary Links