🇬🇷 el en 🇬🇧

πάνω adverb

  • σε ψηλότερο σημείο
above, over, up, upstairs
  • κλιμάκωση διαμάχης, θέση υπεροχής ή το επιπλέον σε κάτι ήδη αρκετό
as well, on top of
  • εχθρική διάθεση, εναντίωση
at, on
  • το γραφείο του βρίσκεται ένα όροφο από πάνω από το δικό μου
get, just, keep it up, on the mend, on top, on top of
  • και από πάνω
just
  • αναφορικά, σχετικά με, σε σχέση με κάτι
  • κατοχή αντικειμένου ή μέσων, μαζί με κάποιον, δίπλα σε κάποιον
on
  • (χρονικό) στην πιο κατάλληλη στιγμή
on time
  • (τοπικό) στην επιφάνεια ενός πράγματος
on, over, upon
  • (με άρθρο) αυτός που βρίσκεται σε ψηλότερο σημείο
top, upper
Wiktionary Links