🇬🇷 el en 🇬🇧

πάτος noun

  /ˈpa.tos/
  • ο πυθμένας, ο βυθός
bottom, rock bottom
  • (υπόδηση) ένα πρόσθετο κομμάτι από μαλακό υλικό που προστίθεται ανάμεσα στο πέλμα και το παπούτσι
insert, insole, rock bottom
  • (μεταφορικά) η πλήρης αποτυχία
  • ο πρωκτός, ο πισινός, ο κώλος
rock bottom
Wiktionary Links