🇬🇷 el en 🇬🇧

πένα noun

  • (μουσική) κοντόπληκτρο, μικρό πλήκτρο, όνυχας
pick, plectrum, guitar pick
  • (μεταφορικά) η ικανότητα δημιουργικής γραφής, η συγγραφική δεινότητα
pen, quill
Wiktionary Links