🇬🇷 el en 🇬🇧

πέταλο noun

  /ˈpe.ta.lo/
  • (μεταφορικά) κάθε τι που έχει σχήμα πετάλου (1) (ειδικότερα για ένα από τα δυο τμήματα γηπέδου και τμήμα του δρόμου)
horseshoe
Wiktionary Links