🇬🇷 el en 🇬🇧

πίκρα noun

  • (κυριολεκτικά) η αίσθηση του πικρού, η πικρή γεύση
bitterness
  • (μεταφορικά) η βαθιά στενοχώρια από κάποιον ή κάτι που μας πίκρανε
bitterness, gripe
Wiktionary Links