🇬🇷 el en 🇬🇧

παγιδεύω verb

  /pa.ʝiˈðe.vo/
trap, frame
  • προετοιμάζω και τοποθετώ κάπου έναν μηχανισμό για να προκαλέσω ζημιά
bug, rig
Wiktionary Links