🇬🇷 el en 🇬🇧

παζάρι noun

  /paˈza.ɾi/
  • η υπαίθρια αγορά
market
  • η διαπραγμάτευση για την τιμή ενός προϊόντος μεταξύ εμπόρου και αγοραστή
barter, haggling, haggling over
Wiktionary Links