🇬🇷 el en 🇬🇧

πακέτο noun

  /paˈce.to/
parcel, pack, package
  • (δίκτυο υπολογιστών) packet: μικρό τμήμα ενός συνόλου δεδομένων που άγεται (μεταφέρεται) από τον ένα κόμβο (node) στον άλλο, σε ένα δίκτυο μεταγωγής πακέτων
packet
  • για φαγητό ή ποτό που αγοράζουμε σε κατάστημα, όμως δεν το καταναλώνουμε εκεί, αλλά στο σπίτι μας, στη δουλειά μας ή κάπου αλλού
takeaway
Wiktionary Links