🇬🇷 el en 🇬🇧

πακετάρω verb

  /pa.ceˈta.ɾo/
  • τοποθετώ αντικείμενα σε ένα κουτί ή τα τυλίγω με χαρτί, ώστε να πάρουν τη μορφή πακέτου πριν τη μεταφορά τους
pack
Wiktionary Links