🇬🇷 el en 🇬🇧

παράδοση noun

  /paˈɾa.ðo.si/
  • τα έθιμα και οι συνήθειες των ανθρώπων, που διατηρούνται από γενιά σε γενιά· οι παγιωμένες συνήθειες ή πρακτικές σε διάφορους τομείς δραστηριότητας
tradition
  • το να παραδίδεις κάτι σε κάποιον, η μεταφορά ενός αντικειμένου σε κάποιον, το δόσιμο
surrender, delivery, deliverance
  • η διδασκαλία της επόμενης ενότητας από τον καθηγητή ή τον δάσκαλο
lecture
Wiktionary Links