🇬🇷 el en 🇬🇧

παράκαμψη noun

  /paˈɾa.kam.psi/
bypass
  • (αντικειμενοστρεφής προγραμματισμός) βλ. συνώνυμο: υποσκελισμός μεθόδου
override
Wiktionary Links