🇬🇷 el en 🇬🇧

παράκληση noun

  /paˈɾa.kli.si/
solicitation, entreaty, impetration, invocation, petition, request
  • η διαδικασία, η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του παρακαλώ, η ευγενική και ικετευτική κλήση για βοήθεια, εξυπηρέτηση, χάρη, συνδρομή κ.λπ.
petitionary rule
Wiktionary Links