🇬🇷 el en 🇬🇧

παράταξη noun

  /paˈɾa.ta.ksi/
  • (στρατιωτικός όρος) κανονικός στρατιωτικός σχηματισμός (στρατιωτών, οχημάτων, αρμάτων, πλοίων κ.ά.) για άμυνα ή επίθεση
deployment
Wiktionary Links