🇬🇷 el en 🇬🇧

παράταση noun

  • (αθλητισμός) το χρονικό διάστημα κατά το οποίο επεκτείνεται η κανονική διάρκεια ενός αγώνα λόγω μη επίτευξης συγκεκριμένων στόχων
overtime, extra time
  • η μεταφορά ενός χρονικού ορίου σε μελλοντικό χρόνο
extension
Wiktionary Links