🇬🇷 el en 🇬🇧

παραβιάζω verb

  • χρησιμοποιώ βία ή διαρρηκτικά εργαλεία για να μπω κάπου
break in, flout
  • ενεργώ αντίθετα με νόμο, συνθήκη, συμφωνία
flout
violate
Wiktionary Links