🇬🇷 el en 🇬🇧

παρακαμπτήριος noun

  /pa.ɾa.kamˈpti.ɾi.os/
  • η βοηθητική οδός (ή τμήμα σιδηροδρομικής γραμμής κ.λπ.) που παρακάμπτει κάποιο διάστημα της κυρίας οδού (ή γραμμής) και χρησιμοποιείται όταν αυτή η τελευταία παρουσιάζει κάποιο πρόβλημα
detour, bypass, circuitous, roundabout
Wiktionary Links