🇬🇷 el en 🇬🇧

παρατήρηση noun

  • το να παρατηρείς κάτι, να το κοιτάς προσεκτικά επί αρκετή ώρα για να ανακαλύψεις ή να καταλάβεις κάτι
observation
  • ένα σχόλιο, γραπτό ή προφορικό
  • (παλιότερα) γραμματική ή συντακτική ή ερμηνευτική ερώτηση διαγωνίσματος πάνω σε ένα κείμενο, άσκηση
annotation
Wiktionary Links