🇬🇷 el en 🇬🇧

παρουσιάζω verb

  /pa.ɾu.siˈa.zo/
  • ανεβάζω παράσταση
bring out, elaborate, expound
  • κάνω φανερή την παρουσία κάποιου πράγματος ή ιδιότητας
elaborate, exhibit, expound
  • (τηλεόραση -ραδιόφωνο) είμαι ο παρουσιαστής, ο εκφωνητής ή ο συντονιστής μιας εκπομπής
elaborate, expound, host
  • προβάλλω κάποια ιδιότητα που δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα
exhibit
  • δείχνω, φανερώνω κάτι
present
Wiktionary Links