🇬🇷 el en 🇬🇧

πασαρέλα noun

  • η υψωμένη επιφάνεια πάνω στην οποία τα μοντέλα περπατούν μπροστά από το κοινό σε επίδειξη μόδας
catwalk, runway, fashion runway
Wiktionary Links