🇬🇷 el en 🇬🇧

πειθαρχία noun

  /pi.θaɾˈçi.a/
  • η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του πειθαρχώ, η υπακοή σε κάποιες αρχές, κανόνες, νόμους ή στις διαταγές κάποιου ιεραρχικά ανώτερου
discipline
Wiktionary Links