🇬🇷 el en 🇬🇧

πειρατικός adjective

  • (κυριολεκτικά, ναυτικός όρος) που έχει σχέση με τους πειρατές ή την πειρατεία ή αναφέρεται σ’ αυτά
piratic, piratical
Wiktionary Links