🇬🇷 el en 🇬🇧

πελάτης noun

customer, buyer, punter
  • (πληροφορική) πρόγραμμα-πελάτης, υπολογιστής-πελάτης: ο υπολογιστής ή το πρόγραμμα που επικοινωνεί με έναν εξυπηρετητή (server), για να αντλήσει δεδομένα. Το ποιο γνωστό σε όλους πρόγραμμα πελάτης είναι ο φυλλομετρητής (web browser)
client
Wiktionary Links