🇬🇷 el en 🇬🇧

περικάρπιο noun

  /pe.riˈkar.pi.o/
  • (βοτανική) το περίβλημα του καρπού των φυτών, μέσα στο οποίο βρίσκεται το σπέρμα. Διακρίνεται, από μέσα προς τα έξω, σε ενδοκάρπιο, μεσοκάρπιο και εξωκάρπιο ή επικάρπιο
pericarp, pod, seed vessel, wristband, wristlet
Wiktionary Links