🇬🇷 el en 🇬🇧

περιπατητικός adjective

  /pe.ri.pa.ti.tiˈkos/
  • (ιστορία, φιλοσοφία) που έχει σχέση με τη σχολή του Αριστοτέλη, τον Περίπατο ή αναφέρεται σ’ αυτόν
Peripatetic
  • που έχει σχέση με περίπατο ή αναφέρεται σ’ αυτόν
peripatetic
Wiktionary Links