🇬🇷 el en 🇬🇧

περιπτωσιολογία noun

  /pe.ɾi.pto.si.o.loˈʝi.a/
  • που περιορίζεται στο ειδικότερο, σε περιπτώσεις, αντί να αναφέρεται στο γενικότερο
  • (φιλοσοφία) μέρος της ηθικής που ασχολείται με ειδικές περιπτώσεις του πρακτικού βίου
casuistry
Wiktionary Links