🇬🇷 el en 🇬🇧

περιττός adjective

  /pe.ɾiˈtos/
  • που δεν είναι απαραίτητος, ο μη αναγκαίος
unnecessary, redundant, superfluous
  • (μαθηματικά) ακέραιος αριθμός που έχει υπόλοιπο όταν διαιρείται με το 2
odd
Wiktionary Links