🇬🇷 el en 🇬🇧

περιφέρεια noun

  /pe.ɾiˈfe.ɾi.a/
  • (γεωμετρία) το περίγραμμα ενός κύκλου ή μιας έλλειψης
circumference, periphery
  • οι περιοχές που βρίσκονται μακριά από την πρωτεύουσα ή το κέντρο
periphery
  • διοικητική διαίρεση μιας χώρας
admnistrative region, region
Wiktionary Links