🇬🇷 el en 🇬🇧

πετάω verb

  /peˈta.o/
  • (αμετάβατο) μετακινούμαι στον αέρα
fly
  • ρίχνω κάποιο αντικείμενο στον αέρα ώστε να εκτελέσει πτήση
throw
  • (μεταφορικά) σκορπώ (για χρήματα)
blow
  • (μεταβατικό) απορρίπτω κάτι ως άχρηστο, π.χ. βάζοντάς το σε κάδο σκουπιδιών
junk
Wiktionary Links