🇬🇷 el en 🇬🇧

πεταλούδα noun

  /pe.taˈlu.ða/
  • (έντομο) είδος εντόμου, με τέσσερα μεγάλα πολύχρωμα φτερά
butterfly
  • στιλ κολύμβησης στο οποίο οι αθλητές κουνάνε κυκλικά από πίσω προς τα μπρος τα χέρια τους και με κυματισμούς τα πόδια τους
butterfly, fly
  • είδος παξιμαδιού, με δύο «φτερά»
wing nut
Wiktionary Links