πεταλούδα
noun
/pe.taˈlu.ða/
|
- (έντομο) είδος εντόμου, με τέσσερα μεγάλα πολύχρωμα φτερά
|
butterfly
|
- στιλ κολύμβησης στο οποίο οι αθλητές κουνάνε κυκλικά από πίσω προς τα μπρος τα χέρια τους και με κυματισμούς τα πόδια τους
|
butterfly,
fly
|
- είδος παξιμαδιού, με δύο «φτερά»
|
wing nut
|