🇬🇷 el en 🇬🇧

πετιέμαι verb

  • παίρνω τον λόγο απότομα και συνήθως άκαιρα
butt in, chip in
  • κινούμαι απότομα και ορμητικά
dart, jump
  • πηγαίνω κάπου, σε κοντινή συνήθως απόσταση, με σκοπό να επιστρέψω γρήγορα
drop by
  • με πετάνε
eject, fling
Wiktionary Links