🇬🇷 el en 🇬🇧

πιάνω verb

  /ˈpça.no/
catch, touch
  • ακινητοποιώ ένα κινούμενο αντικείμενο με τα χέρια μου και το έχω στην κατοχή μου
get the drift
Wiktionary Links