🇬🇷 el en 🇬🇧

πλευρά noun

  /pleˈvɾa/
  • (γεωμετρία) ένα ευθύγραμμο τμήμα ενός επίπεδου γεωμετρικού σχήματος
  • (μεταφορικά) η αντίθετη άποψη
side
  • η μία από τις δύο περιοχές μίας επιφάνειας ή χώρου που ορίζονται από μία (νοητή) γραμμή
rib
Wiktionary Links