🇬🇷 el en 🇬🇧

πλευρό noun

  /pleˈvɾo/
  • (ανθρώπινο σώμα) το μέρος του κορμού του σώματος μεταξύ της πλάτης και του στήθους/κοιλιακής χώρας
  • κάποιο πλάγιο τμήμα επιφάνειας, πράγματας
side
Wiktionary Links