🇬🇷 el en 🇬🇧

πνευματικός adjective

  /pnev.ma.tiˈkos/
  • που έχει σχέση με το πνεύμα (σε αντίθεση με την ύλη και τον αισθητό κόσμο)
spiritual, ghostly
  • αεροκίνητος
pneumatic
  • που έχει σχέση με το πνεύμα και (κυρίως ως διανοητική εργασία ή ικανότητα), διανοητικός
mental, intellectual

πνευματικός noun

  /pnev.ma.tiˈkos/
confessor
Wiktionary Links