🇬🇷 el en 🇬🇧

πνεύμα noun

  /ˈpnev.ma/
  • ο νους του ανθρώπου, ατομικά ή συλλογικά
spirit, wit
  • (διακριτικό σημάδι) διακριτικό σημάδι στο πολυτονικό σύστημα γραφής το οποίο δεν υποδεικνύει τη συλλαβή τονισμού αλλά στην αρχαιότητα πιθανότατα έδειχνε μεταβολή στον τρόπο προφοράς του γράμματος
breathing
Wiktionary Links