πνεύμα
noun
/ˈpnev.ma/
|
- ο νους του ανθρώπου, ατομικά ή συλλογικά
|
spirit,
wit
|
- (διακριτικό σημάδι) διακριτικό σημάδι στο πολυτονικό σύστημα γραφής το οποίο δεν υποδεικνύει τη συλλαβή τονισμού αλλά στην αρχαιότητα πιθανότατα έδειχνε μεταβολή στον τρόπο προφοράς του γράμματος
|
breathing
|