🇬🇷 el en 🇬🇧

ποικίλος adjective

  /piˈci.los/
  • που παρουσιάζει ή εμφανίζει ποικιλία, έχει πολλά διαφορετικά χαρακτηριστικά
diverse, miscellaneous
Wiktionary Links