🇬🇷 el en 🇬🇧

ποντίκι noun

  /ponˈdi.ci/
  • (θηλαστικό ζώο) μικρό τρωκτικό ζώο που ζει στις πόλεις, στους αγρούς και στα σπίτια
mouse
Wiktionary Links