🇬🇷 el en 🇬🇧

πορτουλάκα noun

  • (βοτανική, λουλούδι) το φυτό (και το άνθος του) του είδους Portulaca grandiflora, του γένους Portulaca (Πορτουλάκη)
eleven o'clock, rose moss, sun rose
Wiktionary Links