🇬🇷 el en 🇬🇧

προαγωγός noun

  /pɾo.a.ɣoˈɣos/
  • (επάγγελμα) που προάγει γυναίκες στην πορνεία
pander, pimp
  • που προάγει κάτι, συμβάλλει στην ανάπτυξή του, το οδηγεί σε ένα ανώτερο στάδιο
promoter
Wiktionary Links