🇬🇷 el en 🇬🇧

προπέτεια noun

  • (ανατομία) προεξοχή του προσώπου ή σε κάποιο μέρος του κρανίου
protrusion, bossing, insolence
  • (λόγιο) το να είναι κάποιος προπετής, να έχει συμπεριφορά που χαρακτηρίζεται από λόγο αυθάδη, χωρίς προηγούμενη σκέψη
insolence
Wiktionary Links