🇬🇷 el en 🇬🇧

προς

  /ˈpɾos/
  • (με γενική) στο όνομα
as for, for
  • (τοπικά) δηλώνει την κατεύθυνση της κίνησης, προς το μέρος
in addition, to, toward
  • (μεταφορικά) δηλώνει την κατεύθυνση μιας ενέργειας
to, toward
  • (χρονικά) πλησιάζοντας σε ένα χρονικό σημείο
toward
Wiktionary Links