🇬🇷 el en 🇬🇧

προσέγγιση noun

  /pɾoˈseŋ.ɟi.si/
  • η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού προσεγγίζω
approach, approximation
  • (κατ’ επέκταση) συμφωνία, αντιστοιχία
approximately, rapprochement
  • (μεταφορικά) πραγμάτευση, εξέταση
approach
Wiktionary Links