🇬🇷 el en 🇬🇧

προσαρμογή noun

  /pɾo.saɾ.moˈʝi/
  • η τροποποίηση και αλλαγή που γίνεται σε κάτι, προκειμένου να ταιριάζει ή να συμφωνεί με κάτι άλλο
adaptation, adjustment
  • το ταίριασμα κάποιων πραγμάτων μεταξύ τους και η σύνδεσή τους
fit
Wiktionary Links