🇬🇷 el en 🇬🇧

προσδιοριστής noun

  • (γλωσσολογία, γραμματική, ιδίως για γλώσσες που διαθέτουν οριστικό και αόριστο άρθρο) λέξη (ως είδος μέρους λόγου), πρόθημα, ή φράση που τροποποιεί ένα ουσιαστικό για να προσδιορίσει το είδος της αναφοράς του
determiner, identifier, specifier
Wiktionary Links