🇬🇷 el en 🇬🇧

προσευχή noun

  /pɾo.sefˈçi/
  • θρησκευτική πράξη κατά την οποία απευθύνεται κάποιος προς τον Θεό
  • κείμενο με το οποίο κάποιος απευθύνεται προς τον Θεό
prayer
Wiktionary Links