🇬🇷 el en 🇬🇧

προσφορά noun

  /pɾo.sfoˈɾa/
  • η ενέργεια του προσφέρω, το να δίνεις σε κάποιον κάτι με επισημότητα σε ένδειξη σεβασμού ή αγάπης ή θρησκευτικής λατρείας κ.λπ.
  • η διάθεση ενός προϊόντος σε ειδική τιμή, χαμηλότερη από εκείνη που συνηθίζεται είτε από αυτόν που το διαθέτει είτε γενικά στην αγορά
offer
  • η πρόταση που υποβάλλει ένας οίκος σε υποψήφιο αγοραστή για την προμήθεια αγαθών ή υπηρεσιών, ιδιαίτερα στο πλαίσιο ενός διαγωνισμού· η επιχειρηματική πρόταση, πχ αυτή για την εξαγορά μιας επιχείρησης
bid, offer
  • (οικονομία) η διαθέσιμη ή προσφερόμενη προς αγορά ποσότητα ενός οικονομικού αγαθού σε κάποια συγκεκριμένη χρονική στιγμή ή περίοδο
supply and demand
Wiktionary Links