🇬🇷 el en 🇬🇧

προτείνω verb

  /pɾoˈti.no/
  • κάνω μία πρόταση, προσφορά ή υπόδειξη σε κάποιον
suggest, propose, recommend
  • τεντώνω (απλώνω) προς τα μπροστά
reach out
Wiktionary Links